- σωθικά
- τα1. σπλάχνα.2. μτφ., τα βάθη της ψυχής: Άναψε πόθος μεγάλος στα σωθικά μου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σωθικά — τα, Ν 1. τα σπλάγχνα, τα εντόσθια 2. φρ. «μού τρώει [ή μού καίει] τα σωθικά» μέ βασανίζει πάρα πολύ, με φθείρει σωματικά και ψυχικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἐσωθικά, πληθ. ουδ. ενός επιθ. *ἐσωθικός < ἔσωθεν, με σίγηση τού αρκτικού άτονου ε ] … Dictionary of Greek
έσω — και διαλεκτ. έσσω (ΑΜ ἔσω, Α και εἴσω) επίρρ. 1. (με ρήματα που δηλώνουν στάση) μέσα («η πόλις είναι κτισμένη έσω τών τειχών») 2. (με ρήματα που δηλώνουν κίνηση) προς τα μέσα («δεσμώτης ἔσω θακεῑ», Σοφ.) 3. (με το άρθρο έχει θέση επιθ. ή ουσ.) η… … Dictionary of Greek
έσωθεν — (ΑΜ ἔσωθεν, Α σπαν. και ἔσωθε και μόνο στον Ιπποκρ. εἴσωθεν) επίρρ. 1. από μέσα («ακούεται φωνή έσωθεν») νεοελλ. από το εσωτερικό μέρος, από την εσωτερική όψη («ο μανδύας είναι επενδεδυμένος έσωθεν διά δέρματος») μσν. 1. στα σωθικά, μέσα στην… … Dictionary of Greek
γλύκα — η 1. η ιδιότητα τού γλυκού, η γλυκιά γεύση 2. απόλαυση, ευχαρίστηση, ηδονή 3. η απαλότητα, η ηπιότητα («η γλύκα τού καιρού, τής φωνής, τού καντηλιού») 4. η ανακούφιση («...τ αγέρι τού Μαγιού τόση δροσιά και γλύκα χύνει... στα σωθικά», Βαλαωρ.) 5 … Dictionary of Greek
εντόσθιος — (AM ἐντόσθιος, ον) (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εντόσθια 1. τα σπλάγχνα που βρίσκονται μέσα στην κοιλιακή κοιλότητα τού ανθρώπου ή τών ζώων, σωθικά 2. (ειδ.) τα σπλάγχνα αρνιού ή η κοιλιά, το συκώτι και η καρδιά τών πουλιών που τρώγονται 3. μτφ. τα … Dictionary of Greek
κοιλιά — Όρος που αναφέρεται σε κάποιες ανατομικές δομές. Κατ’ αρχήν σημαίνει την περιοχή του ανθρώπινου σώματος που βρίσκεται στη βάση του κορμού, η οποία παρεμβάλλεται μεταξύ θώρακα και λεκάνης. Αποτελείται από μυϊκά και οστέινα τοιχώματα που καθορίζουν … Dictionary of Greek
μέσα — Οικισμός (20 κάτ.) της Λέσβου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίας Παρασκευής του νομού Λέσβου. * * * (I) μέσα και μεσά, τὸ (Μ) το τραπέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mensa «τραπέζι»]. (II) η (γεωμορφ.) όρος που περιγράφει κάθε χερσαία τράπεζα με επίπεδη … Dictionary of Greek
ματώνω — (Μ ματώνω) 1. χάνω αίμα, αιμορραγώ («τα σωθικά ματώσασι και αίμα πολύν εφτύσα», Ερωτόκρ.) 2. προκαλώ ροή αίματος, τραυματίζω 3. φρ. «μού ματώνει την καρδιά» μέ πληγώνει ψυχικά, μού προξενεί μεγάλη λύπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. αἱματῶ < αἷμα, ατος] … Dictionary of Greek
παντοτινός — ή, ό αυτός που υπάρχει πάντοτε, αιώνιος, μόνιμος, διαρκής («και μια πληγή παντοτινή στα σωθικά μου φηκες», Ερωτόκρ.). επίρρ... παντοτινώς και ά πάντοτε, διαρκώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάντοτε + κατάλ. ινός (πρβλ. σημερ ινός)] … Dictionary of Greek
σπλάγχνο — το / σπλάγχνον, ΝΜΑ, και σπλάχνο Ν και σπλάγχανον Α 1. συν. στον πληθ. τα σπλάγχνα α) τα όργανα τού σώματος που βρίσκονται μέσα στις μεγάλες κοιλότητες τού οργανισμού, στην κρανιακή, στη θωρακική, στην κοιλιακή και στην πυελική β) τα σωθικά,… … Dictionary of Greek